- νίψ
- νίφαsnowfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… … Dictionary of Greek
νίφα — νίφα, τήν (Α) (ποιητ. αιτ. τού *νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού ρ. νείφει «χιονίζει»] … Dictionary of Greek
νίψιμο — το (Μ νίψιμον) νεοελλ. πλύσιμο τού προσώπου και τών χεριών με νερό μσν. 1. νερό για πλύσιμο προσώπου και χεριών 2. καλλωπισμός προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω, πρβλ. αόρ. ἔ νιψ α, + κατάλ. ιμο] … Dictionary of Greek
πολυνιφής — ές, Α αυτός που έχει πολλά χιόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο νιφής] … Dictionary of Greek
πολύνιφος — ον, Α ο πολυνιφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νιφος (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. δύσ νιφος] … Dictionary of Greek
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
neigʷ- — neigʷ English meaning: to wash Deutsche Übersetzung: “waschen” Grammatical information: pass. participle nigʷ to Material: O.Ind. nē nēkti “wascht, purifies, cleans”, Aor. anüikšīt, pass. nijyatē, participle niktá , ninikta… … Proto-Indo-European etymological dictionary